- κασιδιάζω
- κασίδιασα, κασιδιασμένος, παθαίνω κασίδα: Κασίδιασε και ντράπηκε να μας πλησιάσει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κασιδιάζω — και κασσιδιάζω 1. προσβάλλομαι ή πάσχω από κασίδα 2. μτφ. ερεθίζομαι, νευριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κα(σ)σίδα + ιάζω (πρβλ. καμπουρ ιάζω, πουντ ιάζω)] … Dictionary of Greek